- συντελειώ
- -όω, Α [τελειῶ / -ώνω]1. τελειώνω, αποπερατώνω («τὰ ἔργα συντελειοῡν», πάπ.)2. γίνομαι τέλειος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συντελείωσις — ώσεως, ἡ, Α [συντελειῶ] 1. πλήρης απαλλαγή από υποχρεώσεις 2. πράξη που έχει συντελεστεί 3. μτφ. τελειποίηση … Dictionary of Greek